- πρόκειμαι
- ΝΜΑ [κεῑμαι]1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων)α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο»)β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και ψάλλεται ως εφύμνιο με καθέναν από τους στίχους του3. φρ. α) «εσπέρας [ή ημέρας] προκείμενο(ν)» — στίχος από τους ψαλμούς ορισμένος για κάθε μέρα τής εβδομάδας ή εορτή, ο οποίος ψάλλεται στον εσπερινό αμέσως μετά την είσοδοθ) «προκείμενο(ν) τού αποστόλου» — στίχος από τους ψαλμούς που διαβάζεται αμέσως πριν από το κείμενο τού αποστόλουγ) «το προκείμενο(ν) πράγμα» και «το προκείμενο ζήτημα» το ζήτημα ή η υπόθεση για τα οποία γίνεται λόγοςνεοελλ.1. είμαι υπό συζήτηση, είμαι υπό εκτέλεση, υπό διεξαγωγή (α. «ενώπιόν σας πρόκειται μια σοβαρότατη υπόθεσηβ. «ο προκείμενος αγώνας είναι σκληρός»)3. (το αρσ. μτχ. ως επίθ.) ο προκείμενοςα) αυτός που βρίσκεται μπροστάβ) αυτός που ενδιαφέρει τώρα αμέσως4. (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) η προκειμένη(λογ.) καθεμιά από τις δύο κρίσεις τού συλλογισμού, από τις οποίες συνάγεται το συμπέρασμα5. (ως τριτοπρόσ.) πρόκειται και επρόκειτομέλλει να... και έμελλε να..., θα συμβεί και θα συνέβαινε (α. «αύριο πρόκειται να γίνει στη βουλή η συζήτηση τού φορολογικού νομοσχεδίου» β. «χθες επρόκειτο να έλθει στη χώρα μας ο πρόεδρος...»)6. φρ. α) «εν προκειμένω» — στο θέμα που συζητάμε, που εκτίθεται αυτή τη στιγμήβ) «επί τού προκειμένου» — ως προς το θέμα που μάς απασχολείγ) «προκειμένου να» — διότι, εάν ή εφόσον μέλλει, ή είναι να συμβεί κάτι (α. «προκειμένου να έχω αρνητικές συνέπειες, δεν θα τό κάνω» β. «προκειμένου να μετακομίσω, πούλησα αρκετά έπιπλα»νεοελλ.-αρχ.1. (ως τριτοπρόσ.) πρόκειταιτίθεται ζήτημα, γίνεται λόγος (α. «πρόκειται για την ασφάλεια τής χώρας» β. «πρόκειται για καθαρή τρέλα» γ. «πρόκειται ἡμῑν ζητεῑν», Λουκ.)2. φρ. «ὁ προκείμενος νέκυς» και νεοελλ. «ο προκείμενος νεκρός» — ο πριν από την ταφή εκτεθειμένος νεκρόςμσν.-αρχ.(σχετικά με φαγητά) παρατίθεμαι («πλήθη... ἰχθύων, τῶν ἡγουμένων ἔμπροσθεν προκείμενα συνήθως», Πρόδρ.)αρχ.1. κείμαι, κατάκειμαι («ἄτιμος ὧδε πρόκειμαι», Σοφ.)2. κείμαι νεκρός3. θάβομαι προηγουμένως4. παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον, υφίσταμαι ως αντικείμενο τών ενεργειών ή τής προσοχής κάποιου («πρόκειται τῷ συμβουλεύοντι σκοπὸς τὸ συμφέρον», Αριστ.)5. (συν. για κάτι δυσάρεστο) έχω παρουσιαστεί, έχω μπει στη μέση και υφίσταμαι («πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ πρόκειται», Πλάτ.)6. σώζομαι, επιζώ («πάσης μούσης προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα πρό-, κειται», Πλάτ.)7. έχω καθοριστεί ή συμφωνηθεί εκ τών προτέρων («αἱ προκείμεναι ἡμέραι» — οι προκαθορισμένες ημέρες)8. (για νόμο ή ποινή) έχω τεθεί εκ τών προτέρων, ισχύω (α. «νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους», Σοφ.β. «πολλῶν ἁμαρτημάτων θανάτου ζημίαι πρόκεινται», Θουκ.)9. έχω λεχθεί πρώτος («οὐ πρόκειται τοῡ λόγου τὸ τί ἐστιν», Αριστοτ.)10. (για όρος, ακρωτήριο, νησί) υπάρχει μπροστά από κάτι («τὰ προκείμενα τῆς χώρας ὄρη», Ξεν.)11. προηγούμαι (α. «προκείμενόν [τι]» — μια προηγούμενη λέξη, Απολλ. Δύσκ.β. «γράμμα προκείμενον» — αρχικό γράμμα, Απολλ. Δύσκ.)12. έχω μνημονευθεί πρωτύτερα (α. «χρόνος ὁ προκείμενος», πάπ.β. «τοῡ προκειμένου ἔτους» — τού προμνημονευθέντος, πάπ.)13. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τὰ προκείμενατα παρόντα, σε αντιδιαστολή με τα μέλλοντα14. μτφ. α) είμαι εκτεθειμένος σε κάτι («πρὸς ὕβριν πρόκειμαι», Διόδ.)β) προβάλλομαι, προτείνομαι («γνῶμαι τρεῑς προκέατο [προύκειντο]» — τρεις γνώμες έχουν προταθεί, Ηρόδ.)16. φρ. α) «ἡ προκειμένη συμμαχία» — η εκ τών πραγμάτων προσφερόμενη συμμαχίαβ) «πρόκειμαί τινος» — παράγω, δημιουργώ.
Dictionary of Greek. 2013.